- χειρία
- χειρίᾱ , χείριοςin the handsfem nom/voc/acc dualχειρίᾱ , χείριοςin the handsfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χειρίαν — χειρίᾱν , χείριος in the hands fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαροχειρία — καθαροχειρία, ἡ (Μ) το να έχει κάποιος χέρια καθαρά και αγνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + χειρία (< χειρ < χείρ), πρβλ. θρασυ χειρία, πολυ χειρία] … Dictionary of Greek
ολιγοχειρία — ὀλιγοχειρία, ἡ (Α) έλλειψη εργατικών χεριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + χειρία (< χειρ < χείρ «χέρι»), πρβλ. αυτο χειρία] … Dictionary of Greek
βιολέτα — (violla).Κοινή ονομασία της καλλιεργούμενης ποικιλίας του φυτικού είδους ματθιόλα η πολιά της οικογένειας των σταυρανθών. Έχει βλαστό διακλαδιζόμενο, με τη βάση αποξυλωμένη, ύψος 30 60 εκ., φύλλα επαλλάσσοντα, προμήκη, χνουδωτά, άνθη κόκκινα,… … Dictionary of Greek
ραιβοχειρία — η, Ν ιατρ. πλάγια απόκλιση τού άκρου χεριού, σε σχέση με τον πήχη, προς την πλευρά τής κερκίδας, η οποία είναι συνήθως συγγενής, ενώ συχνά συνδυάζεται με πολλαπλές διαμαρτίες διαπλάσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ραιβός «στραβός» + χειρία (< χειρ <… … Dictionary of Greek
χείριος — ία, ον, Α [χείρ, χειρός] υποχείριος, αυτός που βρίσκεται υπό την εξουσία άλλου («προλείπω βωμὸν ἥδε χειρία σφάζειν, φονεύειν», Ευρ.) … Dictionary of Greek